- περιαπτομένην
- περϊαπτομένην , περιάπτωtiepres part mp fem acc sg (attic epic ionic)περιιάπτωwound all roundpres part mp fem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιάπτω — ΝΜΑ 1. αναρτώ κάτι γύρω από κάτι άλλο και τό προσαρμόζω («περιάψης ἐλάφου κέρας», Γεωπ.) 2. προσάπτω σε κάποιον κακή ιδιότητα ή πράξη («ὀνείδη καὶ ἐμαυτῷ καὶ ἐκείνοις περιάψω», Λυσ.) νεοελλ. κρεμώ επάνω μου φυλαχτό αρχ. 1. αποδίδω κάτι σε κάποιον … Dictionary of Greek
πολυτελής — ές, ΝΜΑ αυτός για τον οποίο δαπανήθηκαν πολλά χρήματα, δαπανηρός, πολυέξοδος (α. «πολυτελές διαμέρισμα» β. «οἰκίης μεγάλης καὶ πολυτελέος περιβολή», Ηρόδ.) νεοελλ. (κοινων.) αυτός που είναι εφοδιασμένος με περισσότερα και καλύτερης ποιότητας μέσα … Dictionary of Greek